ορθοδοξώ: Difference between revisions

From LSJ
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ὀρθοδοξῶ, -έω)<br />έχω ορθή [[γνώμη]] για [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ασπάζομαι]] τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, [[είμαι]] [[ορθόδοξος]] [[χριστιανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>δοξος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), <b>πρβλ.</b> <i>κενο</i>-<i>δοξώ</i>].
|mltxt=(ΑΜ ὀρθοδοξῶ, -έω)<br />έχω ορθή [[γνώμη]] για [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ασπάζομαι]] τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, [[είμαι]] [[ορθόδοξος]] [[χριστιανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>δοξος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), [[πρβλ]]. [[κενοδοξώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀρθοδοξῶ, -έω)
έχω ορθή γνώμη για κάτι
νεοελλ.-μσν.
ασπάζομαι τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, είμαι ορθόδοξος χριστιανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -δοξῶ (< -δοξος < δόξα), πρβλ. κενοδοξώ].