παυσιμέριμνος: Difference between revisions

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
(31)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που καταπαύει τις μέριμνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[μέριμνα]], <b>πρβλ.</b> <i>λυσι</i>-<i>μέριμνος</i>].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που καταπαύει τις μέριμνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[μέριμνα]], [[πρβλ]]. [[λυσιμέριμνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 538] Sorgen stillend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παυσιμέριμνος: -ον, ὁ καταπαύων τὰς μερίμνας, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 166 Α.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που καταπαύει τις μέριμνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + μέριμνα, πρβλ. λυσιμέριμνος].