πατροκίνητος: Difference between revisions
From LSJ
(31) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που κινήθηκε, που προξενήθηκε από τον Θεό-Πατέρα («πατροκινήτου φωτοφανείας», Διον. Αρεοπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κινῶ</i>), | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που κινήθηκε, που προξενήθηκε από τον Θεό-Πατέρα («πατροκινήτου φωτοφανείας», Διον. Αρεοπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κινῶ</i>), [[πρβλ]]. [[θεοκίνητος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 10 May 2023
German (Pape)
[Seite 536] vom Vater bewegt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πατροκίνητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ πατρὸς κινηθείς, πᾶσα πατροκινήτου φωτοφανείας πρόοδος, «πᾶσα θεοκινήτου φωτοχυσίας προέλευσις» (Παχυμέρ.), Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐραν. Ἱεραρχ. 1. 1.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που κινήθηκε, που προξενήθηκε από τον Θεό-Πατέρα («πατροκινήτου φωτοφανείας», Διον. Αρεοπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -κίνητος (< κινῶ), πρβλ. θεοκίνητος].