πολύκομος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για στάχια) αυτός που έχει άφθονη [[κόμη]], [[πολλά]] άγανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), <b>πρβλ.</b> <i>οξύ</i>-<i>κομος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για στάχια) αυτός που έχει άφθονη [[κόμη]], [[πολλά]] άγανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), [[πρβλ]]. [[οξύκομος]]].
}}
}}

Revision as of 11:17, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κομος Medium diacritics: πολύκομος Low diacritics: πολύκομος Capitals: ΠΟΛΥΚΟΜΟΣ
Transliteration A: polýkomos Transliteration B: polykomos Transliteration C: polykomos Beta Code: polu/komos

English (LSJ)

ον, with much down, στάχυες Dsc.1.7, cf. 4.164.9.

German (Pape)

[Seite 664] mit vielem Haare, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκομος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν κόμην, πολὺ φύλλωμα, ἀμφιλαφὴς ἄνωθεν καὶ πολύκομος, περὶ τιθυμάλου τοῦ δενδρίτου, Διοσκ. 4, 162 (165), σ. 656 ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για στάχια) αυτός που έχει άφθονη κόμη, πολλά άγανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύκομος].