πολύκομος

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κομος Medium diacritics: πολύκομος Low diacritics: πολύκομος Capitals: ΠΟΛΥΚΟΜΟΣ
Transliteration A: polýkomos Transliteration B: polykomos Transliteration C: polykomos Beta Code: polu/komos

English (LSJ)

πολύκομον, with much down, στάχυες Dsc.1.7, cf. 4.164.9.

German (Pape)

[Seite 664] mit vielem Haare, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκομος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν κόμην, πολὺ φύλλωμα, ἀμφιλαφὴς ἄνωθεν καὶ πολύκομος, περὶ τιθυμάλου τοῦ δενδρίτου, Διοσκ. 4, 162 (165), σ. 656 ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για στάχια) αυτός που έχει άφθονη κόμη, πολλά άγανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύκομος].