πολύστομος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύστομος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] στόμια («[[πολύστομος]] [[Νεῖλος]]», Νικ. θηρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που λέει [[πολλά]], ο [[φλύαρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που λέγεται από [[πολλά]] στόματα («[[πολύστομος]] [[φήμη]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύστομος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] στόμια («[[πολύστομος]] [[Νεῖλος]]», Νικ. θηρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που λέει [[πολλά]], ο [[φλύαρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που λέγεται από [[πολλά]] στόματα («[[πολύστομος]] [[φήμη]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[αυθαδόστομος]]].
}}
}}

Revision as of 11:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστομος Medium diacritics: πολύστομος Low diacritics: πολύστομος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: polýstomos Transliteration B: polystomos Transliteration C: polystomos Beta Code: polu/stomos

English (LSJ)

ον, A many-mouthed, φλέψ Hp.Oss.13; of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.67; Νεῖλος v.l. for sq. in Nic.Th. 175. II uttered by many mouths, φήμη Nonn.D.26.275.

German (Pape)

[Seite 674] vielmündig, sp. D., wie Nonn.

Russian (Dvoretsky)

πολύστομος: многоговорящий (εἴς τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύστομος: -ον, ὁ ἔχων στόματα, φλὲψ Ἱππ. 277. 56· Νεῖλος Νικ. Θηρ. 175. ΙΙ. ὁ πολλὰ λαλῶν, λάλος, φήμη Νόνν. Δ. 26. 277· ἠχὼ ὁ αὐτ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 40.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστομος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλά στόμια («πολύστομος Νεῖλος», Νικ. θηρ.)
2. αυτός που λέει πολλά, ο φλύαρος
μσν.-αρχ.
αυτός που λέγεται από πολλά στόματα («πολύστομος φήμη», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος].