πολύστομος: Difference between revisions
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύστομος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] στόμια («[[πολύστομος]] [[Νεῖλος]]», Νικ. θηρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που λέει [[πολλά]], ο [[φλύαρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που λέγεται από [[πολλά]] στόματα («[[πολύστομος]] [[φήμη]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πολύστομος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] στόμια («[[πολύστομος]] [[Νεῖλος]]», Νικ. θηρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που λέει [[πολλά]], ο [[φλύαρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που λέγεται από [[πολλά]] στόματα («[[πολύστομος]] [[φήμη]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[αυθαδόστομος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, A many-mouthed, φλέψ Hp.Oss.13; of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.67; Νεῖλος v.l. for sq. in Nic.Th. 175. II uttered by many mouths, φήμη Nonn.D.26.275.
German (Pape)
[Seite 674] vielmündig, sp. D., wie Nonn.
Russian (Dvoretsky)
πολύστομος: многоговорящий (εἴς τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύστομος: -ον, ὁ ἔχων στόματα, φλὲψ Ἱππ. 277. 56· Νεῖλος Νικ. Θηρ. 175. ΙΙ. ὁ πολλὰ λαλῶν, λάλος, φήμη Νόνν. Δ. 26. 277· ἠχὼ ὁ αὐτ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 40.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύστομος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλά στόμια («πολύστομος Νεῖλος», Νικ. θηρ.)
2. αυτός που λέει πολλά, ο φλύαρος
μσν.-αρχ.
αυτός που λέγεται από πολλά στόματα («πολύστομος φήμη», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος].