φαρμακοτέχνης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που [[είναι]] ειδικευμένος και ασχολείται συστηματικά με τη [[φαρμακοτεχνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>λογο</i>-<i>τέχνης</i>].
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που [[είναι]] ειδικευμένος και ασχολείται συστηματικά με τη [[φαρμακοτεχνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[λογοτέχνης]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που είναι ειδικευμένος και ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. λογοτέχνης].