ὁπλουργός: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὁπλουργός]])<br />[[κατασκευαστής]] όπλων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[στρατιωτικός]] με ειδικές γνώσεις και [[εμπειρία]] στην [[επισκευή]] όπλων διαφόρων τύπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), | |mltxt=ο (Α [[ὁπλουργός]])<br />[[κατασκευαστής]] όπλων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[στρατιωτικός]] με ειδικές γνώσεις και [[εμπειρία]] στην [[επισκευή]] όπλων διαφόρων τύπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[μαχαιρουργός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 10 May 2023
English (LSJ)
ὁ, = ὁπλοποιός, Ptol.Tetr.180.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλουργός: -όν, = ὁπλοποιός, Πτολ. Τετράβ. 180.
Greek Monolingual
ο (Α ὁπλουργός)
κατασκευαστής όπλων
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην επισκευή όπλων διαφόρων τύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρουργός].