πολιεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
(4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολιεύς:''' έως ὁ хранитель города (эпитет Зевса) Arst.
|elrutext='''πολιεύς:''' έως ὁ [[хранитель города]] (эпитет Зевса) Arst.
}}
}}

Revision as of 08:50, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 655] ὁ, der Städtische, Stadtbeschützende, Beiname des Zeus; Arist. de mund. 7; Inscr., wo der gen. auch πολιῶς lautet. Vgl. πολιάς.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
γέροντας που έχει άσπρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «γκρίζος» + κατάλ. -εύς πρβλ. χλωρ-εύς)].

Russian (Dvoretsky)

πολιεύς: έως ὁ хранитель города (эпитет Зевса) Arst.