χλιδωνόπους: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ποδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλίδων]], -<i>ωνος</i> «[[είδος]] κοσμήματος» <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), | |mltxt=-ποδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλίδων]], -<i>ωνος</i> «[[είδος]] κοσμήματος» <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[χαλκόπους]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 11 May 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -ποδος, with ornaments on the feet, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1359] ποδος, ὁ, ἡ, kostbaren Schmuck um die Füße tragend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χλῐδωνόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κοσμήματα εἰς τοὺς πόδας, «χλιδωνόπουν· χλίδωνας περὶ τοὺς πόδας ἔχοντα, τουτέστι περισκελίδας» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων, -ωνος «είδος κοσμήματος» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκόπους].