Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πατσατζήδικο: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(31)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μαγειρείο]] στο οποίο παρασκευάζεται και πουλιέται [[κυρίως]] [[πατσάς]]<br /><b>2.</b> (περιφρονητικά) ευτελές [[εστιατόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πατσατζηδ</i>- του πληθ. <i>πατσατζήδες</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παλιατζήδ</i>-<i>ικο</i>)].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μαγειρείο]] στο οποίο παρασκευάζεται και πουλιέται [[κυρίως]] [[πατσάς]]<br /><b>2.</b> (περιφρονητικά) ευτελές [[εστιατόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πατσατζηδ</i>- του πληθ. <i>πατσατζήδες</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικο</i> ([[πρβλ]]. [[παλιατζήδικο]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

το
1. μαγειρείο στο οποίο παρασκευάζεται και πουλιέται κυρίως πατσάς
2. (περιφρονητικά) ευτελές εστιατόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατσατζηδ- του πληθ. πατσατζήδες + κατάλ. -ικο (πρβλ. παλιατζήδικο)].