πάτερο: Difference between revisions
From LSJ
(31) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πατερό, το<br /><b>1.</b> <b>(οικοδ.)</b> ξύλινο [[δοκάρι]] που χρησιμοποιείται ως υποτυπώδες [[δάπεδο]] σε βοηθητικούς χώρους μιας οικοδομής<br /><b>2.</b> ξύλινο μεγάλο [[δοκάρι]] το οποίο [[μαζί]] με άλλα υποβαστάζει το [[πάτωμα]] ή τη [[στέγη]] οικοδομήματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κολοκύθια στο πατερό» — λέγεται για ανόητα [[λόγια]] ή ανόητες πράξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάτος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερό</i> ( | |mltxt=και πατερό, το<br /><b>1.</b> <b>(οικοδ.)</b> ξύλινο [[δοκάρι]] που χρησιμοποιείται ως υποτυπώδες [[δάπεδο]] σε βοηθητικούς χώρους μιας οικοδομής<br /><b>2.</b> ξύλινο μεγάλο [[δοκάρι]] το οποίο [[μαζί]] με άλλα υποβαστάζει το [[πάτωμα]] ή τη [[στέγη]] οικοδομήματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κολοκύθια στο πατερό» — λέγεται για ανόητα [[λόγια]] ή ανόητες πράξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάτος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερό</i> ([[πρβλ]]. [[τσαγερό]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:55, 11 May 2023
Greek Monolingual
και πατερό, το
1. (οικοδ.) ξύλινο δοκάρι που χρησιμοποιείται ως υποτυπώδες δάπεδο σε βοηθητικούς χώρους μιας οικοδομής
2. ξύλινο μεγάλο δοκάρι το οποίο μαζί με άλλα υποβαστάζει το πάτωμα ή τη στέγη οικοδομήματος
3. φρ. «κολοκύθια στο πατερό» — λέγεται για ανόητα λόγια ή ανόητες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτος (Ι) + κατάλ. -ερό (πρβλ. τσαγερό)].