πολυάλφιτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ον, Α<br />αυτός που παράγει [[πολλά]] [[άλφιτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄλφιτον]] «ξεφλουδισμένο, χονδροαλεσμένο [[κριθάρι]], [[αλεύρι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>λευκ</i>-<i>άλφιτος</i>)].
|mltxt=ον, Α<br />αυτός που παράγει [[πολλά]] [[άλφιτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄλφιτον]] «ξεφλουδισμένο, χονδροαλεσμένο [[κριθάρι]], [[αλεύρι]]» ([[πρβλ]]. [[λευκάλφιτος]])].
}}
}}

Revision as of 15:58, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάλφῐτος Medium diacritics: πολυάλφιτος Low diacritics: πολυάλφιτος Capitals: ΠΟΛΥΑΛΦΙΤΟΣ
Transliteration A: polyálphitos Transliteration B: polyalphitos Transliteration C: polyalfitos Beta Code: polua/lfitos

English (LSJ)

ον, yielding much meal, κριθαί Thphr.HP8.4.2.

German (Pape)

[Seite 659] viele Gerstengraupen gebend, κριθή, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάλφῐτος: -ον, ὁ πολλὰ ἄλφιτα παράγων, κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2.

Greek Monolingual

ον, Α
αυτός που παράγει πολλά άλφιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄλφιτον «ξεφλουδισμένο, χονδροαλεσμένο κριθάρι, αλεύρι» (πρβλ. λευκάλφιτος)].