πηγάδι: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(32) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[πηγάδιον]] και πηγάδιν, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την [[άντληση]] νερού, [[φρέαρ]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] όρυγμα που φτάνει σε [[κοίτασμα]] μετάλλου ή ορυκτού<br /><b>3.</b> απότομη [[διαφορά]] βάθους του θαλάσσιου βυθού, που περιορίζεται σε μικρή [[έκταση]]<br /><b>μσν.</b><br />μικρή [[πηγή]], πηγούλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηγή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άδιον</i> ( | |mltxt=το / [[πηγάδιον]] και πηγάδιν, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την [[άντληση]] νερού, [[φρέαρ]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] όρυγμα που φτάνει σε [[κοίτασμα]] μετάλλου ή ορυκτού<br /><b>3.</b> απότομη [[διαφορά]] βάθους του θαλάσσιου βυθού, που περιορίζεται σε μικρή [[έκταση]]<br /><b>μσν.</b><br />μικρή [[πηγή]], πηγούλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηγή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άδιον</i> ([[πρβλ]]. [[κηπάδιον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:00, 11 May 2023
Greek Monolingual
το / πηγάδιον και πηγάδιν, ΝΜ
νεοελλ.
1. βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, φρέαρ
2. κάθε όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου ή ορυκτού
3. απότομη διαφορά βάθους του θαλάσσιου βυθού, που περιορίζεται σε μικρή έκταση
μσν.
μικρή πηγή, πηγούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. κηπάδιον)].