πεντόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(31)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πέντε]] οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντ</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πέντε]] οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντ</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ([[πρβλ]]. [[μονόφθαλμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πεντόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πέντε ὀφθαλμούς, Ψευδο-Καλλισθ. Β, 37.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πέντε οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ὀφθαλμός (πρβλ. μονόφθαλμος)].