προβατητικός: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(34)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πρόβατο]], [[προβατήσιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ προβατητική</i><br />[[εκτροφή]] προβάτων, [[προβατοκομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητικός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οχλ</i>-<i>ητικός</i>)].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πρόβατο]], [[προβατήσιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ προβατητική</i><br />[[εκτροφή]] προβάτων, [[προβατοκομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητικός</i> ([[πρβλ]]. [[οχλητικός]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβατο, προβατήσιος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατητική
εκτροφή προβάτων, προβατοκομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -ητικός (πρβλ. οχλητικός)].