προβατήσιος

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή αυτός που προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος («προβατήσιο γάλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σκυλήσιος)].