προβατητικός

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβατο, προβατήσιος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατητική
εκτροφή προβάτων, προβατοκομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -ητικός (πρβλ. οχλητικός)].