τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword
-ή, -όν, Α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβατο, προβατήσιος2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατητικήεκτροφή προβάτων, προβατοκομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -ητικός (πρβλ. οχλητικός)].