σιχαμάρα: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συχαμάρα]], η, Ν<br /><b>1.</b> το [[αίσθημα]] της αηδίας, της αποστροφής για κάποιον ή για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πρόσωπο]] ή [[αντικείμενο]] που προκαλεί έντονη [[αποστροφή]] και [[αηδία]], [[σίχαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίχαμα]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>άρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φαγωμ</i>-<i>άρα</i>)].
|mltxt=και [[συχαμάρα]], η, Ν<br /><b>1.</b> το [[αίσθημα]] της αηδίας, της αποστροφής για κάποιον ή για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πρόσωπο]] ή [[αντικείμενο]] που προκαλεί έντονη [[αποστροφή]] και [[αηδία]], [[σίχαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίχαμα]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>άρα</i> ([[πρβλ]]. [[φαγωμάρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:13, 11 May 2023

Greek Monolingual

και συχαμάρα, η, Ν
1. το αίσθημα της αηδίας, της αποστροφής για κάποιον ή για κάτι
2. συνεκδ. πρόσωπο ή αντικείμενο που προκαλεί έντονη αποστροφή και αηδία, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. φαγωμάρα)].