συγχαρητήριος: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[συμμετοχή]] στη [[χαρά]] του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει [[κανείς]] («συγχαρητήριο [[τηλεγράφημα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[συγχαρητήρια]]<br />[[έκφραση]] χαράς, [[προφορικώς]] ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο [[γεγονός]] που του συνέβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συγχαρη</i>- του αορ. <i>συγχάρηκα</i> του [[συγχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ( | |mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[συμμετοχή]] στη [[χαρά]] του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει [[κανείς]] («συγχαρητήριο [[τηλεγράφημα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[συγχαρητήρια]]<br />[[έκφραση]] χαράς, [[προφορικώς]] ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο [[γεγονός]] που του συνέβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συγχαρη</i>- του αορ. <i>συγχάρηκα</i> του [[συγχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[κινητήριος]]). Ο τ. [[συγχαρητήρια]] μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:22, 11 May 2023
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια
έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που του συνέβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συγχαρη- του αορ. συγχάρηκα του συγχαίρω + επίθημα -τήριος (πρβλ. κινητήριος). Ο τ. συγχαρητήρια μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].