τετράτροχος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράτροχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] τροχούς («τετράτροχη [[άμαξα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράτροχο</i><br />όχημα με [[τέσσερεις]] τροχούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>τροχος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράτροχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] τροχούς («τετράτροχη [[άμαξα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράτροχο</i><br />όχημα με [[τέσσερεις]] τροχούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] ([[πρβλ]]. [[δίτροχος]])].
}}
}}

Revision as of 16:39, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράτροχος Medium diacritics: τετράτροχος Low diacritics: τετράτροχος Capitals: ΤΕΤΡΑΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: tetrátrochos Transliteration B: tetratrochos Transliteration C: tetratrochos Beta Code: tetra/troxos

English (LSJ)

ον, four-wheeled, Edict.Diocl.15.38a, Sch.Od.9.242, Apollon.Lex.s.v. τετράκυκλος.

German (Pape)

[Seite 1099] vierrädrig, Schol. Od. 1, 242.

Greek (Liddell-Scott)

τετράτροχος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας τροχούς, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 242, Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λ. τετράκυκλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράτροχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς («τετράτροχη άμαξα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τετράτροχο
όχημα με τέσσερεις τροχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τροχός (πρβλ. δίτροχος)].