τυρώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
(42) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λάβει το όνομά του από τον τυρό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τυρώνυμον [[Σάββατον]]» — το [[Σάββατο]] της τυρινής εβδομάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του <i>όνομα</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ( | |mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λάβει το όνομά του από τον τυρό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τυρώνυμον [[Σάββατον]]» — το [[Σάββατο]] της τυρινής εβδομάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του <i>όνομα</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[θηριώνυμος]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:44, 11 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
τῡρώνυμος: -ον, ὁ ὀνομασθεὶς ἀπὸ τοῦ τυροῦ, τυρώνυμον Σάββατον, τὸ τῆς τυρινῆς ἑβδομάδος, (ἴδε τυροφάγος), Ἄννα Κομν. 1. 98.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. αυτός που έχει λάβει το όνομά του από τον τυρό
2. φρ. «τυρώνυμον Σάββατον» — το Σάββατο της τυρινής εβδομάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του όνομα), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηριώνυμος).