υποτυπώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ατελή [[ανάπτυξη]], [[διάπλαση]] ή [[εξέλιξη]] (α. «[[υποτυπώδης]] [[εργασία]]» β. «υποτυπώδες [[σχέδιο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υποτυπώδη [ή ατελειωματικά] όργανα»<br /><b>βιολ.</b> εκφυλισμένα ή ατελώς ανεπτυγμένα όργανα ή, γενικότερα, σωματικές δομές ενός ζώου ή φυτού [[χωρίς]] προφανή [[λειτουργία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποτυπωδώς</i> Ν<br />με τρόπο υποτυπώδη, σε αρχικό [[σχέδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑποτυπῶ</i> / -<i>ώνω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρεπ</i>-<i>ώδης</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].
|mltxt=-ες, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ατελή [[ανάπτυξη]], [[διάπλαση]] ή [[εξέλιξη]] (α. «[[υποτυπώδης]] [[εργασία]]» β. «υποτυπώδες [[σχέδιο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υποτυπώδη [ή ατελειωματικά] όργανα»<br /><b>βιολ.</b> εκφυλισμένα ή ατελώς ανεπτυγμένα όργανα ή, γενικότερα, σωματικές δομές ενός ζώου ή φυτού [[χωρίς]] προφανή [[λειτουργία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποτυπωδώς</i> Ν<br />με τρόπο υποτυπώδη, σε αρχικό [[σχέδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑποτυπῶ</i> / -<i>ώνω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[πρεπώδης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ες, Ν
1. αυτός που έχει ατελή ανάπτυξη, διάπλαση ή εξέλιξη (α. «υποτυπώδης εργασία» β. «υποτυπώδες σχέδιο»)
2. φρ. «υποτυπώδη [ή ατελειωματικά] όργανα»
βιολ. εκφυλισμένα ή ατελώς ανεπτυγμένα όργανα ή, γενικότερα, σωματικές δομές ενός ζώου ή φυτού χωρίς προφανή λειτουργία.
επίρρ...
υποτυπωδώς Ν
με τρόπο υποτυπώδη, σε αρχικό σχέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτυπῶ / -ώνω + κατάλ. -ώδης (πρβλ. πρεπώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].