φύγιμον: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[καταφύγιο]], [[άσυλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμον</i>, ουδ. της κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόφ</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[καταφύγιο]], [[άσυλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμον</i>, ουδ. της κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[τρόφιμος]])].
}}
}}

Revision as of 16:52, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύγῐμον Medium diacritics: φύγιμον Low diacritics: φύγιμον Capitals: ΦΥΓΙΜΟΝ
Transliteration A: phýgimon Transliteration B: phygimon Transliteration C: fygimon Beta Code: fu/gimon

English (LSJ)

[ῠ], τό, place of refuge, asylum, τοῖς δούλοις IG5(1).1390.80 (Andania, i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

φύγιμον: ἔστω τὸ ἱερὸν τοῖς δούλοις, Ἐπιγρ. Ἀνδανίας, L. et. F. 326 a, δηλοῖ ἡ λέξ. καταφύγιον, ἄσυλον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
καταφύγιο, άσυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω + κατάλ. -ιμον, ουδ. της κατάλ. -ιμος (πρβλ. τρόφιμος)].