θυγατριδούς: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θυγατριδοῦς και θυγατρίδης, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θυγατριδεύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θυγατρ</i>-<i>ιδοῦς</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυγατρ</i>- του [[θυγάτηρ]] ([[πρβλ]]. γεν. <i>θυγατρ</i>-<i>ός</i>, δοτ. <i>θυγατρ</i>-<i>ί</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιδοῦς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιδ</i>-<i>εός</i> με [[συναίρεση]]), δηλωτική του απογόνου ([[πρβλ]]. <i>αδελφ</i>-<i>ιδούς</i>)].
|mltxt=θυγατριδοῦς και θυγατρίδης, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θυγατριδεύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θυγατρ</i>-<i>ιδοῦς</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυγατρ</i>- του [[θυγάτηρ]] ([[πρβλ]]. γεν. <i>θυγατρ</i>-<i>ός</i>, δοτ. <i>θυγατρ</i>-<i>ί</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιδοῦς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιδ</i>-<i>εός</i> με [[συναίρεση]]), δηλωτική του απογόνου ([[πρβλ]]. [[αδελφιδούς]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 13 May 2023

Greek Monolingual

θυγατριδοῦς και θυγατρίδης, ὁ (Α)
βλ. θυγατριδεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ-ιδοῦς < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + κατάλ. -ιδοῦς (< -ιδ-εός με συναίρεση), δηλωτική του απογόνου (πρβλ. αδελφιδούς)].