χτικιάρης: Difference between revisions

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από [[φυματίωση]]<br /><b>2.</b> [[αρρωστιάρης]], [[αδύνατος]] και εξασθενημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χτικιό]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. <i>ψωρ</i>-<i>ιάρης</i>)].
|mltxt=-α, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από [[φυματίωση]]<br /><b>2.</b> [[αρρωστιάρης]], [[αδύνατος]] και εξασθενημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χτικιό]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. [[ψωριάρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 13 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση
2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωριάρης)].