χτικιάρης

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση
2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωριάρης)].