καρυοθραύστης: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />μεταλλικό όργανο που χρησιμοποιείται για να σπάει εύκολα το [[τσόφλι]] καρυδιών και άλλων ξηρών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> -[[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), [[πρβλ]]. <i>παγο</i>-[[θραύστης]]].
|mltxt=ο<br />μεταλλικό όργανο που χρησιμοποιείται για να σπάει εύκολα το [[τσόφλι]] καρυδιών και άλλων ξηρών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> -[[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), [[πρβλ]]. [[παγοθραύστης]]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 15 May 2023

Greek Monolingual

ο
μεταλλικό όργανο που χρησιμοποιείται για να σπάει εύκολα το τσόφλι καρυδιών και άλλων ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -θραύστης (< θραύστης < θραύω), πρβλ. παγοθραύστης].