καταπροδίδω: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(19) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και καταπροδίνω και καταπροδώνω (Α [[καταπροδίδωμι]])<br /><b>1.</b> [[προδίδω]] απροκαλύπτως, [[διαπράττω]] φανερή [[προδοσία]] («καταπρόδωσε την [[πατρίδα]] του»)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] κάποιον εντελώς στην [[τύχη]] του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές. | |mltxt=καταπροδίδω και [[καταπροδίνω]] και [[καταπροδώνω]] (Α [[καταπροδίδωμι]])<br /><b>1.</b> [[προδίδω]] απροκαλύπτως, [[διαπράττω]] φανερή [[προδοσία]] («καταπρόδωσε την [[πατρίδα]] του»)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] κάποιον εντελώς στην [[τύχη]] του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:01, 18 May 2023
Greek Monolingual
καταπροδίδω και καταπροδίνω και καταπροδώνω (Α καταπροδίδωμι)
1. προδίδω απροκαλύπτως, διαπράττω φανερή προδοσία («καταπρόδωσε την πατρίδα του»)
2. εγκαταλείπω κάποιον εντελώς στην τύχη του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές.