καταπροδίδω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
(19)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καταπροδίνω και καταπροδώνω (Α [[καταπροδίδωμι]])<br /><b>1.</b> [[προδίδω]] απροκαλύπτως, [[διαπράττω]] φανερή [[προδοσία]] («καταπρόδωσε την [[πατρίδα]] του»)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] κάποιον εντελώς στην [[τύχη]] του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές.
|mltxt=καταπροδίδω και [[καταπροδίνω]] και [[καταπροδώνω]] (Α [[καταπροδίδωμι]])<br /><b>1.</b> [[προδίδω]] απροκαλύπτως, [[διαπράττω]] φανερή [[προδοσία]] («καταπρόδωσε την [[πατρίδα]] του»)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] κάποιον εντελώς στην [[τύχη]] του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές.
}}
}}

Revision as of 11:01, 18 May 2023

Greek Monolingual

καταπροδίδω και καταπροδίνω και καταπροδώνωκαταπροδίδωμι)
1. προδίδω απροκαλύπτως, διαπράττω φανερή προδοσία («καταπρόδωσε την πατρίδα του»)
2. εγκαταλείπω κάποιον εντελώς στην τύχη του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές.