καταπροδώνω
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Greek Monolingual
καταπροδίδω και καταπροδίνω και καταπροδώνω (Α καταπροδίδωμι)
1. προδίδω απροκαλύπτως, διαπράττω φανερή προδοσία («καταπρόδωσε την πατρίδα του»)
2. εγκαταλείπω κάποιον εντελώς στην τύχη του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές.