καταπροδίδωμι

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπροδῐ́δωμι Medium diacritics: καταπροδίδωμι Low diacritics: καταπροδίδωμι Capitals: ΚΑΤΑΠΡΟΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: kataprodídōmi Transliteration B: kataprodidōmi Transliteration C: kataprodidomi Beta Code: kataprodi/dwmi

English (LSJ)

betray utterly, leave in the lurch, Hdt.7.157, 8.94, Ar.V.1044, Th.1.86, 7.48, etc.; τὰς Ἀφίδνας τινί Hdt.9.73; τὰ πράγματα Lys.20.6:—Pass., Hdt.9.7.ά, Th.3.111.

German (Pape)

[Seite 1372] (s. δίδωμι), verraten; Ar. Vesp. 1050; Her. 7, 157. 9, 7 u. öfter; τὰ πράγματα Lys. 90, 6; Sp., wie Luc. Prom. 14.

French (Bailly abrégé)

ao. inf. καταπροδοῦναι;
livrer : τινά τινι une personne à une autre ; abs. livrer, trahir.
Étymologie: κατά, προδίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-προδίδωμι verraden, in de steek laten:. τοὺς συμμάχους de bondgenoten Hdt. 9.11.1; τὰς Ἀφίδνας... καταπροδιδοῖ Τυνδαρίδῃσι Aphidna gaf hij prijs aan de Tyndariden Hdt. 9.73.2; κ. τὰ πράγματα de zaak verraden Lys. 20.6.

Russian (Dvoretsky)

καταπροδίδωμι:
1 предательски покидать (τοὺς Ἓλληνας Her.);
2 предавать (τὰς Ἀφίδνας Τυνδαρίδῃσι Her.; τινά Thuc., Arph.; τὰ κοινά Luc.): κ. τὰ πράγματα Lys. изменить делу (афинского) государства.

Greek Monolingual

καταπροδίδω και καταπροδίνω και καταπροδώνωκαταπροδίδωμι)
1. προδίδω απροκαλύπτως, διαπράττω φανερή προδοσία («καταπρόδωσε την πατρίδα του»)
2. εγκαταλείπω κάποιον εντελώς στην τύχη του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές.

Greek Monotonic

καταπροδίδωμι: μέλ. -προδώσω, προδίδω εντελώς, εγκαταλείπω, αφήνω κάτι στην τύχη του, σε Ηρόδ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπροδίδωμι: ἐντελῶς προδίδω, ἐγκαταλείπω, «ἀφίνω τινὰ’ςτὴν τύχην του» (πρβλ. καταπροΐεμαι), Ἡρόδ. 7. 157., 8. 94∙ τοὺς συμμάχους 9.11, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 1044, Θουκ. 1. 86., 7. 48, κτλ.∙ τινά τινι Ἡρόδ. 9. 73∙ τὰ πράγματα Λυσ. 158. 25∙ τὰ ἐμαυτοῦ μόνα σκοπῶ, τὰ δὲ κοινὰ καταπροδίδωμι καὶ ἐλάττω ποιῶ Λουκ. Προμ. 14.- Παθ., ὑπὸ Ἑλλήνων καταπροδιδόμενοι Ἡρόδ. 9. 7, 1, Θουκ. 3. 111.

Middle Liddell

fut. -προδώσω
to betray utterly, leave in the lurch, Hdt., Attic

Lexicon Thucydideum

prodere, to betray, reveal, 1.86.5, 3.63.3, 3.109.1. 3.2.1. 4.10.2, 7.48.4. 7.63.4.
PASS. 3.111.3.