επίμεμπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(13)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM ἐπίμεπτος, -ον) [[επιμέμφομαι]]<br />αυτός που επισύρει [[μομφή]], ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη [[συμπεριφορά]]», «επίμεμπτη [[διαγωγή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ψέγει, που κατηγορεί.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμεπτος]], -ον) [[επιμέμφομαι]]<br />αυτός που επισύρει [[μομφή]], ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη [[συμπεριφορά]]», «επίμεμπτη [[διαγωγή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ψέγει, που κατηγορεί.
}}
{{trml
|trtx====[[blameworthy]]===
Arabic: مَلُوم‎; Catalan: culpable; Dutch: [[afkeurenswaardig]]; Finnish: moitittava; French: [[blâmable]]; German: [[verdammenswert]]; Greek: [[αξιοκατάκριτος]], [[αξιοκατηγόρητος]], [[αξιόμεμπτος]], [[επιλήψιμος]], [[επίμεμπτος]], [[επίμομφος]], [[επίμωμος]], [[επίψογος]], [[κατακριτέος]], [[μεμπτός]], [[ψεκτός]]; Ancient Greek: [[αἴτιος]], [[ἐπαίτιος]], [[ἐπίμομφος]], [[ἐπιμωμητός]], [[ἐπίμωμος]], [[ἐπίψογος]], [[ἐπονείδιστος]], [[εὐκατάγνωστος]], [[μεμπτός]], [[μωμηλός]], [[μωμητός]], [[ὑπαίτιος]], [[ψεκτός]], [[ψόγειος]], [[ψογερός]]; Ido: blaminda; Italian: [[biasimabile]], [[deprecabile]], [[vituperabile]]; Korean: 책임이 있는; Latin: [[accusabilis]], [[reprehensibilis]], [[vituperabilis]]; Middle English: blame worthy; Portuguese: [[culpável]]; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: [[culpable]], [[reprensible]], [[reprehensible]]; Swedish: klandervärd
}}
}}

Revision as of 18:19, 28 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμεπτος, -ον) επιμέμφομαι
αυτός που επισύρει μομφή, ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη συμπεριφορά», «επίμεμπτη διαγωγή»)
αρχ.
αυτός που ψέγει, που κατηγορεί.

Translations