ξυστρολήκυθος: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksystrolikythos | |Transliteration C=ksystrolikythos | ||
|Beta Code=custrolh/kuqos | |Beta Code=custrolh/kuqos | ||
|Definition=ὁ, [[slave who carried his master's]] [[ξυστρίς]] [[and]] λήκυθος [[to and from the bath]], Hsch. | |Definition=ὁ, [[slave who carried his master's]] [[ξυστρίς]] [[and]] λήκυθος [[to and from the bath]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξυστρολήκυθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάδος]] καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά»<br /><b>2.</b> ο [[δούλος]] που μετέφερε την [[ξύστρα]] και τη λήκυθο του κυρίου του στο [[λουτρό]] και από το [[λουτρό]] [[προς]] τον οίκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύστρα]] «[[είδος]] ξέστρας που χρησιμοποιούσαν [[μετά]] το [[λουτρό]]» <span style="color: red;">+</span> [[λήκυθος]]. | |mltxt=[[ξυστρολήκυθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάδος]] καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά»<br /><b>2.</b> ο [[δούλος]] που μετέφερε την [[ξύστρα]] και τη λήκυθο του κυρίου του στο [[λουτρό]] και από το [[λουτρό]] [[προς]] τον οίκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύστρα]] «[[είδος]] ξέστρας που χρησιμοποιούσαν [[μετά]] το [[λουτρό]]» <span style="color: red;">+</span> [[λήκυθος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, slave who carried his master's ξυστρίς and λήκυθος to and from the bath, Hsch.
Greek Monolingual
ξυστρολήκυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «κάδος καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά»
2. ο δούλος που μετέφερε την ξύστρα και τη λήκυθο του κυρίου του στο λουτρό και από το λουτρό προς τον οίκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα «είδος ξέστρας που χρησιμοποιούσαν μετά το λουτρό» + λήκυθος.