ξυστρολήκυθος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksystrolikythos
|Transliteration C=ksystrolikythos
|Beta Code=custrolh/kuqos
|Beta Code=custrolh/kuqos
|Definition=ὁ, [[slave who carried his master's]] [[ξυστρίς]] [[and]] λήκυθος [[to and from the bath]], Hsch.
|Definition=ὁ, [[slave who carried his master's]] [[ξυστρίς]] [[and]] λήκυθος [[to and from the bath]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυστρολήκυθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάδος]] καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά»<br /><b>2.</b> ο [[δούλος]] που μετέφερε την [[ξύστρα]] και τη λήκυθο του κυρίου του στο [[λουτρό]] και από το [[λουτρό]] [[προς]] τον οίκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύστρα]] «[[είδος]] ξέστρας που χρησιμοποιούσαν [[μετά]] το [[λουτρό]]» <span style="color: red;">+</span> [[λήκυθος]].
|mltxt=[[ξυστρολήκυθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάδος]] καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά»<br /><b>2.</b> ο [[δούλος]] που μετέφερε την [[ξύστρα]] και τη λήκυθο του κυρίου του στο [[λουτρό]] και από το [[λουτρό]] [[προς]] τον οίκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύστρα]] «[[είδος]] ξέστρας που χρησιμοποιούσαν [[μετά]] το [[λουτρό]]» <span style="color: red;">+</span> [[λήκυθος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστρολήκῠθος Medium diacritics: ξυστρολήκυθος Low diacritics: ξυστρολήκυθος Capitals: ΞΥΣΤΡΟΛΗΚΥΘΟΣ
Transliteration A: xystrolḗkythos Transliteration B: xystrolēkythos Transliteration C: ksystrolikythos Beta Code: custrolh/kuqos

English (LSJ)

ὁ, slave who carried his master's ξυστρίς and λήκυθος to and from the bath, Hsch.

Greek Monolingual

ξυστρολήκυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «κάδος καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά»
2. ο δούλος που μετέφερε την ξύστρα και τη λήκυθο του κυρίου του στο λουτρό και από το λουτρό προς τον οίκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα «είδος ξέστρας που χρησιμοποιούσαν μετά το λουτρό» + λήκυθος.