ἀσκανδάλιστος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askandalistos
|Transliteration C=askandalistos
|Beta Code=a)skanda/listos
|Beta Code=a)skanda/listos
|Definition=[δᾰ], gloss on [[ἀπρόσκοπος]] and [[ἀπρόσπταιστος]], Hsch.
|Definition=[δᾰ], gloss on [[ἀπρόσκοπος]] and [[ἀπρόσπταιστος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκανδάλιστος Medium diacritics: ἀσκανδάλιστος Low diacritics: ασκανδάλιστος Capitals: ΑΣΚΑΝΔΑΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: askandálistos Transliteration B: askandalistos Transliteration C: askandalistos Beta Code: a)skanda/listos

English (LSJ)

[δᾰ], gloss on ἀπρόσκοπος and ἀπρόσπταιστος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inquebrantable, que no se deja desviar ἀσκανδάλιστοι τὰς θλίψεις ὑπομένοντες Clem.Al.Strom.4.9.75, cf. Ep.Cor.Apocr.16, Pall.H.Laus.32.8, A.Andr.Fr.8, A.Io.82, Hsch.s.u. ἀπρόσκοπος.
2 que no causa escándalo ὑπόβασιν τῆς ἀληθείας Meth.Symp.8.10
subst. τὸ ἀ. Basil.M.31.637C.
II adv. -ως sin reproche, PMag.7.248.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκανδάλιστος: -ον, ὁ μὴ σκανδαλιζόμενος, Κλήμ. Ἀλ. Στρώμ. 4. σ. 597, 12, κλ.

Greek Monolingual

και ασκαντάλιστος, -η, -ο (AM ἀσκανδάλιστος, -ον)
αυτός που δεν προσκρούει σε εμπόδια, ανενόχλητος
μσν.- νεοελλ.
εκείνος που δεν σκανδαλίστηκε, που δεν μπήκε σε πειρασμό ή δεν έβαλε κακό στον νου του (γνωμ., «τρώε τρώε βρεχτοκούκια, ασκαντάλιστος ο καλόγερος»)
1