ὠχροειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ochroeidis | |Transliteration C=ochroeidis | ||
|Beta Code=w)xroeidh/s | |Beta Code=w)xroeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὠχροειδές, [[pallid]], πόνος Suid. v. [[ἴκτερος]], prob. in Dsc.5.104. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠχροειδές, pallid, πόνος Suid. v. ἴκτερος, prob. in Dsc.5.104.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχροειδής: -ές, γεν. -έος, ὁ ἔχων ὄψιν ὠχράν, ὠχρός, κίτρινος, Σουΐδ. ἐν λ. ἴκτερος.
Greek Monolingual
-ές / ὠχροειδής, -ές, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, ωχροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + -ειδής].
German (Pape)
ές, von blassem, bleichem Ansehen, bläßlich, – od. ockerähnlich, gelblich, Suid.