πολύκομος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polykomos | |Transliteration C=polykomos | ||
|Beta Code=polu/komos | |Beta Code=polu/komos | ||
|Definition= | |Definition=πολύκομον, [[with much down]], στάχυες Dsc.1.7, cf. 4.164.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:34, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύκομον, with much down, στάχυες Dsc.1.7, cf. 4.164.9.
German (Pape)
[Seite 664] mit vielem Haare, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκομος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν κόμην, πολὺ φύλλωμα, ἀμφιλαφὴς ἄνωθεν καὶ πολύκομος, περὶ τιθυμάλου τοῦ δενδρίτου, Διοσκ. 4, 162 (165), σ. 656 ἔκδ. Kühn.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για στάχια) αυτός που έχει άφθονη κόμη, πολλά άγανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύκομος].