κροκοδίλινος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krokodilinos | |Transliteration C=krokodilinos | ||
|Beta Code=krokodi/linos | |Beta Code=krokodi/linos | ||
|Definition=η, ον, = [[κροκοδιλίτης]], | |Definition=η, ον, = [[κροκοδιλίτης]], [ambiguitates] Quint. 1.10.5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κροκοδίλινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κροκόδιλος]]<br />αυτός που αναφέρεται στο [[σόφισμα]] [[κροκοδιλίτης]]. | |mltxt=[[κροκοδίλινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κροκόδιλος]]<br />αυτός που αναφέρεται στο [[σόφισμα]] [[κροκοδιλίτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, = κροκοδιλίτης, [ambiguitates] Quint. 1.10.5.
Greek Monolingual
κροκοδίλινος, -ίνη, -ον (Α) κροκόδιλος
αυτός που αναφέρεται στο σόφισμα κροκοδιλίτης.