ξοός: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksoos
|Transliteration C=ksoos
|Beta Code=coo/s
|Beta Code=coo/s
|Definition=ὁ, = [[ξυσμός]], [[ὁλκός]], Hsch.
|Definition=ὁ, = [[ξυσμός]], [[ὁλκός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξοός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ξυσμός]], [[ὁλκός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ξο</i>- του <i>ξέω</i>. Η λ. εμφανίζεται [[συχνά]] και σε [[σύνθετα]] με προθέσεις (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφί]]-<i>ξοος</i>, [[ἀντί]]-<i>ξοος</i>), επιρρήματα ([[πρβλ]]. [[εὔξοος]]) και, [[κυρίως]], ουσιαστικά ([[οπότε]] το β' συνθετικό εμφανίζεται με τις μορφές -[[ξόος]] / -<i>ξοῦς</i> / -<i>ξός</i><br /><b>πρβλ.</b> <i>δορυ</i>-<i>ξοῦς</i>, <i>κερα</i>-[[ξόος]], <i>λαο</i>-[[ξόος]] / <i>λα</i>-<i>ξός</i>)].
|mltxt=[[ξοός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ξυσμός]], [[ὁλκός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ξο</i>- του <i>ξέω</i>. Η λ. εμφανίζεται [[συχνά]] και σε [[σύνθετα]] με προθέσεις (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφί]]-<i>ξοος</i>, [[ἀντί]]-<i>ξοος</i>), επιρρήματα ([[πρβλ]]. [[εὔξοος]]) και, [[κυρίως]], ουσιαστικά ([[οπότε]] το β' συνθετικό εμφανίζεται με τις μορφές -[[ξόος]] / -<i>ξοῦς</i> / -<i>ξός</i><br /><b>πρβλ.</b> <i>δορυ</i>-<i>ξοῦς</i>, <i>κερα</i>-[[ξόος]], <i>λαο</i>-[[ξόος]] / <i>λα</i>-<i>ξός</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξοός Medium diacritics: ξοός Low diacritics: ξοός Capitals: ΞΟΟΣ
Transliteration A: xoós Transliteration B: xoos Transliteration C: ksoos Beta Code: coo/s

English (LSJ)

ὁ, = ξυσμός, ὁλκός, Hsch.

Greek Monolingual

ξοός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο- του ξέω. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί-ξοος, ἀντί-ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β' συνθετικό εμφανίζεται με τις μορφές -ξόος / -ξοῦς / -ξός
πρβλ. δορυ-ξοῦς, κερα-ξόος, λαο-ξόος / λα-ξός)].