χαλκόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkochrous
|Transliteration C=chalkochrous
|Beta Code=xalko/xrous
|Beta Code=xalko/xrous
|Definition=ουν, [[copper-coloured]], Dsc.2.182.
|Definition=χαλκόχρουν, [[copper-coloured]], Dsc.2.182.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόχρους Medium diacritics: χαλκόχρους Low diacritics: χαλκόχρους Capitals: ΧΑΛΚΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: chalkóchrous Transliteration B: chalkochrous Transliteration C: chalkochrous Beta Code: xalko/xrous

English (LSJ)

χαλκόχρουν, copper-coloured, Dsc.2.182.

German (Pape)

[Seite 1332] erzfarbig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόχρους: ουν, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Διοσκ. 2. 213.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, και ασυναιρ. τ. χαλκόχροος, -ον, Α
χαλκόχρωμος
νεοελλ.
φρ. «χαλκόχρους διαβήτης»
ιατρ. συνδυασμός βαρέος σακχαρώδους διαβήτη, υπερτροφικής κιρρώσεως του ήπατος και υπερχρώσεως του δέρματος, που θυμίζει το χρώμα του χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χρους / -χροος (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. σιτό-χρους / -χροος, φοινικό-χρους].