δρίμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=drimai
|Transliteration C=drimai
|Beta Code=dri/mai
|Beta Code=dri/mai
|Definition=[[ψῦχος]], Hsch.
|Definition=[[ψῦχος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δρίμαι''': [[ψῦχος]], Ἡσύχ. (Ἡ [[συνήθεια]] ὀνομάζει δρίμες καὶ δρίματα τὰς [[πέντε]] πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου, καθ’ ἃς αἱ γυναῖκες δὲν πλύνουσι).
|lstext='''δρίμαι''': [[ψῦχος]], Ἡσύχ. (Ἡ [[συνήθεια]] ὀνομάζει δρίμες καὶ δρίματα τὰς [[πέντε]] πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου, καθ’ ἃς αἱ γυναῖκες δὲν πλύνουσι).
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρίμαι Medium diacritics: δρίμαι Low diacritics: δρίμαι Capitals: ΔΡΙΜΑΙ
Transliteration A: drímai Transliteration B: drimai Transliteration C: drimai Beta Code: dri/mai

English (LSJ)

ψῦχος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

δρίμαι: ψῦχος, Ἡσύχ. (Ἡ συνήθεια ὀνομάζει δρίμες καὶ δρίματα τὰς πέντε πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου, καθ’ ἃς αἱ γυναῖκες δὲν πλύνουσι).