διαειμένος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαειμένος:''' μτχ. Παθ. παρακ. του <i>διΐημι</i>.
|lsmtext='''διαειμένος:''' μτχ. Παθ. παρακ. του <i>διΐημι</i>.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαειμένος ptc. perf. med. van διίημι.
|elnltext=διαειμένος ptc. perf. med. van διίημι.
}}
}}

Latest revision as of 09:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαειμένος Medium diacritics: διαειμένος Low diacritics: διαειμένος Capitals: ΔΙΑΕΙΜΕΝΟΣ
Transliteration A: diaeiménos Transliteration B: diaeimenos Transliteration C: diaeimenos Beta Code: diaeime/nos

English (LSJ)

pf. part. Pass. of διΐημι.

Spanish (DGE)

v. διΐημι.

Greek (Liddell-Scott)

διαειμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διΐημι.

Greek Monotonic

διαειμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του διΐημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαειμένος ptc. perf. med. van διίημι.