ἀντιπροσεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπροσεῖπον:''' χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[ἀντιπροσαγορεύω]], σε Θεόφρ.· Παθ. αόρ. αʹ ἀντι-[[προσερρήθην]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιπροσεῖπον:''' χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[ἀντιπροσαγορεύω]], σε Θεόφρ.· Παθ. αόρ. αʹ ἀντι-[[προσερρήθην]], σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀντιπροσαγορεύω]]<br />serving as aor2 to [[ἀντιπροσαγορεύω]], Theophr.: aor1 [[pass]]. [[ἀντιπροσερρήθην]], Xen.
|mdlsjtxt=[[ἀντιπροσαγορεύω]]<br />serving as aor2 to [[ἀντιπροσαγορεύω]], Theophr.: aor1 [[pass]]. [[ἀντιπροσερρήθην]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπροσεῖπον Medium diacritics: ἀντιπροσεῖπον Low diacritics: αντιπροσείπον Capitals: ΑΝΤΙΠΡΟΣΕΙΠΟΝ
Transliteration A: antiproseîpon Transliteration B: antiproseipon Transliteration C: antiproseipon Beta Code: a)ntiprosei=pon

English (LSJ)

v. ἀντιπροσαγορεύω.

Spanish (DGE)

v. ἀντιπροσαγορεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπροσεῖπον: ἴδε τὸ ρῆμα ἀντιπροσαγορεύω.

Greek Monotonic

ἀντιπροσεῖπον: χρησιμ. ως αόρ. βʹ του ἀντιπροσαγορεύω, σε Θεόφρ.· Παθ. αόρ. αʹ ἀντι-προσερρήθην, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀντιπροσαγορεύω
serving as aor2 to ἀντιπροσαγορεύω, Theophr.: aor1 pass. ἀντιπροσερρήθην, Xen.