κατειλίσσω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κατειλίσσω Ion. voor καθελίττω. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:52, 25 August 2023
English (LSJ)
v. καθελίσσω.
German (Pape)
[Seite 1394] ion. = καθελίσσω; Her. 7, 181; κατειλίχατο, = κατειλιγμένοι ἦσαν, 7, 76.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατειλίσσω Ion. voor καθελίττω.
Russian (Dvoretsky)
κατειλίσσω: ион. = *καθελίσσω.
Greek (Liddell-Scott)
κατειλίσσω: Ἰων. ἀντὶ καθελίσσω, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
κατειλίσσω (Α)
ιων. τ. βλ. καθελίσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθε(ι)λίσσω με ιων. ψίλωση].
Greek Monotonic
κατειλίσσω: Ιων. αντί καθ-ελίσσω.