στυλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=styloeidis | |Transliteration C=styloeidis | ||
|Beta Code=stuloeidh/s | |Beta Code=stuloeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=στυλοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like a stilus]], [[styloid]], ἀποφύσεις Ruf.''Onom.''142 (<b class="b3">στηλ-</b> codd.); ἀπόφυσις Gal.2.252,271; ἐκφύσεις Id.''UP''7.19. (<b class="b3">βαρβαρίζοντες -ειδεῖς προσαγορεύουσι</b> (cf. [[στῦλος]] 4) Gal.''UP''l.c., who glosses it by [[γραφιοειδής]]: but Lat. [[stilus]] has [[ǐ]], not [[ȳ]].)<br><span class="bld">II</span> Adv. [[στυλοειδῶς]] = [[in pillar form]], cj. in Epicur.''Ep.''2p.47U. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
στυλοειδές,
A like a stilus, styloid, ἀποφύσεις Ruf.Onom.142 (στηλ- codd.); ἀπόφυσις Gal.2.252,271; ἐκφύσεις Id.UP7.19. (βαρβαρίζοντες -ειδεῖς προσαγορεύουσι (cf. στῦλος 4) Gal.UPl.c., who glosses it by γραφιοειδής: but Lat. stilus has ǐ, not ȳ.)
II Adv. στυλοειδῶς = in pillar form, cj. in Epicur.Ep.2p.47U.
German (Pape)
[Seite 958] ές, säulenartig, griffelähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στῡλοειδής: -ές, ὅμοιος στύλῳ ἢ γραφίδι, Γαλην. 4. 43Β, Στέφ. Διάκον. 1148C.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
1. όμοιος με στύλο
2. ανατ. (για οστική προεξοχή) αυτός που το σχήμα του θυμίζει στύλο.
επίρρ...
στυλοειδῶς Α
σε σχήμα στύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ειδής].