σχοινιοστρόφος: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schoiniostrofos | |Transliteration C=schoiniostrofos | ||
|Beta Code=sxoiniostro/fos | |Beta Code=sxoiniostro/fos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[rope-maker]], Poll.7.160; cf. [[σχοινοστρόφος]].<br><span class="bld">2</span> [[water-drawer]], Sch.Ar.''Ra.''1332.<br><span class="bld">II</span> [[σχοινιόστροφον]], τό, = [[ἵππουρις]] ([[horsetail]]), Ps.-Dsc.4.46.<br><span class="bld">2</span> = [[κάνναβις ἥμερος]] ([[Cannabis sativa]]), Id.3.148. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A rope-maker, Poll.7.160; cf. σχοινοστρόφος.
2 water-drawer, Sch.Ar.Ra.1332.
II σχοινιόστροφον, τό, = ἵππουρις (horsetail), Ps.-Dsc.4.46.
2 = κάνναβις ἥμερος (Cannabis sativa), Id.3.148.
German (Pape)
[Seite 1056] Il Stricke drehend. – 2) das Brunnenseil drehend u. damit Wasser schöpfend, Schol. Ar. Ran. 1332.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινιοστρόφος: ὁ, ὁ στρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πολυδ. Z΄, 160. 2) ὁ ἀντλῶν ὕδωρ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1297. ΙΙ. σχοινιόστροφον, τό, φυτόν τι, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 46.
Greek Monolingual
και σχοινοστρόφος, ὁ, Α
1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος
2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό
4. το φυτό κάναβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + -στροφος (< στρέφω)].