τορνευτός: Difference between revisions
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=torneftos | |Transliteration C=torneftos | ||
|Beta Code=torneuto/s | |Beta Code=torneuto/s | ||
|Definition=(also τορονευτός, [[quod vide|q.v.]]), ή, όν, < | |Definition=(also [[τορονευτός]], [[quod vide|q.v.]]), ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[turned on a lathe]], ποτήρια Men.977, cf. ''PLond.''2.402v.31 (ii B. C.), Sch.Od. 1.440: written τορυνευτός, ''Arch.Pap.''1.64 (ii B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[fit for turning]], λίθοι [[Theophrastus]] ''De Lapidibus'' 5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
(also τορονευτός, q.v.), ή, όν,
A turned on a lathe, ποτήρια Men.977, cf. PLond.2.402v.31 (ii B. C.), Sch.Od. 1.440: written τορυνευτός, Arch.Pap.1.64 (ii B. C.).
II fit for turning, λίθοι Theophrastus De Lapidibus 5.
German (Pape)
[Seite 1130] adj. verb., gedreht, gedrechselt.
Russian (Dvoretsky)
τορνευτός: точеный (ποτήριον Men.).
Greek (Liddell-Scott)
τορνευτός: -ή, -όν, ὁ διὰ τόρνου εἰργασμένος, ποτήριον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 434. ΙΙ. κατάλληλος πρὸς τόρνευσιν, λίθος Θεοφρ. περὶ Λίθων 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τορνευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τορυνευτός, -ή, -όν, Α τορνεύω
επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ ποτήριον τορνευτὸν καὶ τορευτά», Αθήν.)
νεοελλ.
αυτός που έχει ωραίες γραμμές και αναλογίες, καλλίγραμμος («τορνευτά πόδια»)
αρχ.
κατάλληλος για τόρνευση («[λίθοι] γλυπτοὶ καὶ τορνευτοὶ καὶ πριστοί», Θεόφρ.).