χωριστέον: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choristeon | |Transliteration C=choristeon | ||
|Beta Code=xwriste/on | |Beta Code=xwriste/on | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[one must separate]], τι ἀπό τινος [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 303d; also τι τινός, τῆς ὀχείας τοὺς κριούς ''Gp.''18.3.1, cf. Iamb.''Protr.''21. [[κγ]].<br><span class="bld">2</span> [[χωριστέος]], χωριστέα, χωριστέον, to [[be separated]], A.D.''Pron.'' 52.23. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
A one must separate, τι ἀπό τινος Pl.Plt. 303d; also τι τινός, τῆς ὀχείας τοὺς κριούς Gp.18.3.1, cf. Iamb.Protr.21. κγ.
2 χωριστέος, χωριστέα, χωριστέον, to be separated, A.D.Pron. 52.23.
Greek (Liddell-Scott)
χωριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χωρίζω, δεῖ χωρίζειν, πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτικ. 303C. 2) χωριστέος, α, ον, ὃν δεῖ χωρίζειν, ὃν πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 326C.
Greek Monotonic
χωριστέον: ρημ. επίθ. του χωρίζω, αυτό που πρέπει να διαχωριστεί τί ἀπό τινος, σε Πλάτ.