ἀνόδευτος: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anodeftos | |Transliteration C=anodeftos | ||
|Beta Code=a)no/deutos | |Beta Code=a)no/deutos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνόδευτον,<br><span class="bld">A</span> [[impassable]], Aq.''Je.''18.15; πεζῇ φήσαντος ἀνόδευτα εἶναι στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.''BC''4.106.<br><span class="bld">II</span> [[trackless]], χεῦμα Hedyl. ap. Str.14.6.3; ἐρημίαι Lyd.''Mag.''1.50. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνόδευτον,
A impassable, Aq.Je.18.15; πεζῇ φήσαντος ἀνόδευτα εἶναι στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.BC4.106.
II trackless, χεῦμα Hedyl. ap. Str.14.6.3; ἐρημίαι Lyd.Mag.1.50.
Spanish (DGE)
-ον
1 intransitable ὁδός Aq.Ie.18.15 (Auct.), de lugares πεζῇ ... ἀνόδευτα ... στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.BC 4.106.
2 que carece de caminos χεῦμα Hedyl. en Str.14.6.3, ἐρημίαι Lyd.Mag.1.50.
German (Pape)
[Seite 239] unwegsam, χεῦμα, vom Meere, Hedyl. bei Strab. 14, 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόδευτος: -ον, ἀδιάβατος, ἀνόδευτον χεῦμα Ἡδύλος παρὰ Στράβ. 683.
Greek Monolingual
ἀνόδευτος, -ον (Α) οδεύω
αδιάβατος, άβατος, αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να διαβεί, να περάσει.