συντακτός: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntaktos
|Transliteration C=syntaktos
|Beta Code=suntakto/s
|Beta Code=suntakto/s
|Definition=ή, όν, [[constructed with]] (cf. [[συντάσσω]] 11.5), ὀρθῇ πτώσει <span class="title">Stoic.</span>2.59: also abs., <b class="b3">πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος</b>, as a definition of [[κατηγόρημα]], Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.
|Definition=συντακτή, συντακτόν, [[constructed with]] (cf. [[συντάσσω]] II.5), ὀρθῇ πτώσει ''Stoic.''2.59: also abs., <b class="b3">πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος</b>, as a definition of [[κατηγόρημα]], Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντακτός Medium diacritics: συντακτός Low diacritics: συντακτός Capitals: ΣΥΝΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: syntaktós Transliteration B: syntaktos Transliteration C: syntaktos Beta Code: suntakto/s

English (LSJ)

συντακτή, συντακτόν, constructed with (cf. συντάσσω II.5), ὀρθῇ πτώσει Stoic.2.59: also abs., πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος, as a definition of κατηγόρημα, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.

German (Pape)

adj. verb. von συντάσσω, zusammengeordnet, festgesetzt, DL. 7.58, 64.

Russian (Dvoretsky)

συντακτός: [adj. verb. к συντάσσω грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом.

Greek (Liddell-Scott)

συντακτός: -ή, -όν, συντεταγμένος μετά τινος, (πρβλ. συντάσσω ΙΙ. 5), ὀρθῇ πτώσει Διογ. Λ. 7. 64, πρβλ. 58.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συντάσσω
1. συντεταγμένος με κάποιον
2. φρ. «πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος»
(ως ορισμός) το κατηγόρημα (Διογ. Βαβ.).