σιτοκοπικός: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sitokopikos
|Transliteration C=sitokopikos
|Beta Code=sitokopiko/s
|Beta Code=sitokopiko/s
|Definition=ή, όν, [[for pounding corn]], ἐργαστήριον <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>50.103</span> (iii A.D.); λίθος σ. σὺν θυείῃ <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1890</span> (vi A.D.).
|Definition=σιτοκοπική, σιτοκοπικόν, [[for pounding corn]], ἐργαστήριον ''PFlor.''50.103 (iii A.D.); λίθος σ. σὺν θυείῃ ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1890 (vi A.D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με την [[κοπή]], με την [[άλεση]] του σίτου («σιτοκοπικὸν [[ἐργαστήριον]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοπή]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-<i>κοπικός</i>].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με την [[κοπή]], με την [[άλεση]] του σίτου («σιτοκοπικὸν [[ἐργαστήριον]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοπή]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-<i>κοπικός</i>].
}}
}}

Revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοκοπικός Medium diacritics: σιτοκοπικός Low diacritics: σιτοκοπικός Capitals: ΣΙΤΟΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: sitokopikós Transliteration B: sitokopikos Transliteration C: sitokopikos Beta Code: sitokopiko/s

English (LSJ)

σιτοκοπική, σιτοκοπικόν, for pounding corn, ἐργαστήριον PFlor.50.103 (iii A.D.); λίθος σ. σὺν θυείῃ POxy.1890 (vi A.D.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που έχει σχέση με την κοπή, με την άλεση του σίτου («σιτοκοπικὸν ἐργαστήριον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κοπικός (< κοπή), πρβλ. λιθο-κοπικός].